Τζέιν Έιρ: Μια γυναικεία επανάσταση!

Αρκετές δεκαετίες μετά το Περηφάνια και Προκατάληψη, ακολούθησε ένα μυθιστόρημα που κι αυτό έμελλε να επηρεάσει όσο λίγα την πορεία του ρομαντικού είδους, αλλά και της λογοτεχνίας γενικότερα. Το 1847 η Αγγλίδα Σαρλότ Μπροντέ δημοσίευσε την Τζέιν Έιρ χρησιμοποιώντας το ανδρικό ψευδώνυμο «Currer Bell».

Η Σαρλότ Μπροντέ, η μεγαλύτερη από τις διάσημες Αδελφές Μπροντέ (οι άλλες δύο ήταν η Έμιλι και η Αν), γεννιέται στις 21 Απριλίου του 1816 στο Θόρντον του Γιορκσάιρ, στην κεντρική Αγγλία, έναν χρόνο μετά τη μάχη του Βατερλό.

Κόρη του Ιρλανδού ιερέα Πάτρικ Μπροντέ και της Μαρία Μπράνγουελ, ήταν το τρίτο από τα έξι παιδιά του ζευγαριού και η μεγαλύτερη από τις αδελφές της. Ύστερα από τον θάνατο της μητέρας τους, την κηδεμονία των παιδιών (του ενός αγοριού, του Μπράνγουελ, και των πέντε κοριτσιών, της Μαρία, της Ελίζαμπεθ, της Σαρλότ, της Έμιλι και της Αν) αναλαμβάνει προσωρινά η θεία τους, αφού ο πατέρας τους αδυνατεί να ασχοληθεί με την ανατροφή των παιδιών.

Πορτρέτο της Σαρλότ Μπροντέ
Πορτρέτο της Σαρλότ Μπροντέ, κατά πάσα πιθανότητα έργο του Τζορτζ Ρίτσμοντ, το 1850.

Σύντομα η μικρή Σαρλότ μαζί με τις αδελφές της υποχρεώνονται να ζήσουν εσώκλειστες στο εκκλησιαστικό σχολείο του Λανκασάιρ. Οι κακές συνθήκες που επικρατούν εκεί θα πλήξουν την υγεία της, ενώ δύο από τις αδελφές της, η Μαρία και η Ελίζαμπεθ, θα πεθάνουν από φυματίωση.

Μετά την ολοκλήρωση της εκπαίδευσής της, η νεαρή Σαρλότ θα εργαστεί ως δασκάλα και γκουβερνάντα, το ίδιο επάγγελμα που έχει και η ηρωίδα της, η Τζέιν Έιρ. Μάλιστα, το 1842 θα ταξιδέψει στις Βρυξέλλες μαζί με την αδελφή της Έμιλι για να εργαστεί σε οικοτροφείο κι εκεί θα επιδοθεί και στη μελέτη της γαλλικής και γερμανικής γλώσσας. Θα επιστρέψει οριστικά στην Αγγλία το 1844.

Οι Αδελφές Μπροντέ (Αν, Έμιλι και Σαρλότ), σε πίνακα
Οι Αδελφές Μπροντέ (Αν, Έμιλι και Σαρλότ), σε πίνακα που ζωγράφισε το 1834 ο αδελφός τους Μπράνγουελ.

Όλα αυτά τα χρόνια το γράψιμο, που είχε ξεκινήσει ως παιδικό παιχνίδι ανάμεσα στις αδελφές, είχε γίνει πάθος τους. Σε μικροσκοπικές σελίδες έφτιαχναν μικρά παραμύθια για μυθικά βασίλεια, τα οποία έκλειναν μέσα σε σπιρτόκουτα και τα έδεναν με κλωστές. Όσο μεγάλωναν, η φαντασία τους ωρίμαζε, τροφοδοτούμενη και από τα πολλά περιοδικά στα οποία ήταν συνδρομητής ο πατέρας τους.

Η πρώτη απόπειρα έκδοσης έργου τους θα γίνει το 1846, όταν η Σαρλότ μαζί με τις αδελφές της Έμιλι και Αν θα πραγματοποιήσουν την αυτοέκδοση μιας ποιητικής συλλογής με τα αντρικά ψευδώνυμα «Currer, Ellis και Acton Bell». Αν και η ποιητική συλλογή πούλησε μόλις δύο αντίτυπα, οι τρεις αδελφές συνέχισαν να γράφουν με πάθος και να υποβάλλουν χειρόγραφα σε εκδότες.

Παρόλο που η αφοσίωσή της στη συγγραφή έχει τις ρίζες της στην παιδική της ηλικία, η Σαρλότ Μπροντέ επιθυμούσε να παραμείνει άγνωστη για το ευρύ κοινό. Έτσι, όταν το 1847 οι εκδότες Smith, Elder & Co στο Λονδίνο αποφάσισαν να δημοσιεύσουν την Τζέιν Έιρ, το μυθιστόρημα έφερε την υπογραφή του «Currer Bell», και μάλιστα όχι ως συγγραφέα αλλά ως επιμελητή. Ακόμα πιο μυστηριώδης ηχούσε η επισήμανση: «Μια Αυτοβιογραφία». Η Σαρλότ πίστευε ότι η τέχνη γίνεται πιο πειστική όταν βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα.

Η Τζέιν Έιρ θεωρήθηκε ρηξικέλευθο μυθιστόρημα λόγω της κριτικής που ασκεί στη συντηρητική κοινωνία της εποχής, αλλά και του τρόπου που προσεγγίζει μια σειρά από θέματα όπως οι ταξικοί διαχωρισμοί, η σεξουαλικότητα, η θρησκεία και ο φεμινισμός.

Παρ’ όλα αυτά το βιβλίο γνωρίζει αμέσως πολύ μεγάλη επιτυχία και δέχεται ανάμεικτες κριτικές από τον Τύπο της εποχής. Ο Τζορτζ Χένρι Λιούις θα κάνει το σχόλιο: «Ρεαλισμός – βαθύς, ουσιαστικός ρεαλισμός είναι το χαρακτηριστικό του βιβλίου».

Εξώφυλλο από την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος Ανεμοδαρμένα Ύψη
Εξώφυλλο από την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος Ανεμοδαρμένα Ύψη, υπογεγραμμένο από τον Ellis Bell (Έμιλι).

Αντίθετα, μια σημαντική κριτικός το βρήκε «κατά βάση μια αντιχριστιανική σύνθεση», ενώ επισήμανε «δεν διστάζουμε να πούμε ότι αυτός ο τρόπος σκέψης που θέλει να ανατρέψει κάθε μορφή εξουσίας, να παραβιάσει κάθε κανόνα ορθής ανθρώπινης συμπεριφοράς και να πυροδοτήσει επαναστάσεις στα σπίτια είναι ακριβώς ο ίδιος που έχει γράψει και την Τζέιν Έιρ».

Ένας άλλος κριτικός με κύρος έγραψε ότι η οπτική πρώτου προσώπου που επέλεξε η συγγραφέας (και αποδείχθηκε ως σημαντική λογοτεχνική τομή) ήταν λανθασμένη, επειδή συνδέει υπερβολικά τον αναγνώστη με την κεντρική ηρωίδα και συχνά τον αναγκάζει να υποστηρίζει τις θέσεις της, αν και είναι εντελώς ασυνήθιστες.

Παράλληλα με την επιτυχία του βιβλίου ξεκίνησαν οι υποθέσεις σχετικά με την πραγματική ταυτότητα του συγγραφέα. Οι συζητήσεις εντάθηκαν με την έκδοση του Ανεμοδαρμένα Ύψη από τον Ellis Bell (Έμιλι) και την έκδοση του Άγκνες Γκρέι από τον Acton Bell (Αν). Σε αυτές τις συζητήσεις πάντα αναφερόταν ότι η γραφή της Τζέιν Έιρ ήταν σκληρή, στα όρια του χυδαίου (για την εποχή) και συχνά αφήνονταν υπονοούμενα ότι πίσω από το ψευδώνυμο κρυβόταν ένας άντρας. Παρ’ όλα αυτά, οι πωλήσεις του βιβλίου συνέχισαν να αυξάνονται και ίσως ακόμα περισσότερο επειδή το βιβλίο θεωρούνταν από κάποιους «απρεπές».

Το 1848 η Σαρλότ Μπροντέ θα αναγκαστεί να παραδεχτεί την ταυτότητά της στους εκδότες της, καθώς, όπως λέγεται, ο αγαπημένος συγγραφέας της Γουίλιαμ Μέικπις Θάκερεϊ είχε αποκαλύψει το μυστικό της. Το 1847 είχε κυκλοφορήσει κι εκείνος το θρυλικό μυθιστόρημά του, το Vanity Fair (Το Πανηγύρι της Ματαιοδοξίας), και του αφιερώνει τη δεύτερη έκδοση του βιβλίου της. Έκτοτε το μυθιστόρημα της Σαρλότ Μπροντέ θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το έργο, διατηρώντας τον έντονο ρομαντισμό και λυρισμό του, εστιάζει, μέσω της αφήγησης σε πρώτο πρόσωπο, στην ψυχολογική και πνευματική εξέλιξη της ηρωίδας, ενώ η σκοπιά από την οποία αντιμετωπίζει ζητήματα που έχουν να κάνουν με τον έρωτα, το φύλο, την τάξη και τη θρησκεία το καθιστά πρωτοπόρο, ακόμα και στην εποχή μας.

Η Τζέιν Έιρ βρίσκει καταφύγιο στην Οικία Μουρ
Η Τζέιν Έιρ βρίσκει καταφύγιο στην Οικία Μουρ, σκίτσο του Φ. Χ. Τάουνσεντ για εικονογραφημένη έκδοση του βιβλίου.

Με την Τζέιν Έιρ η Σαρλότ Μπροντέ θα σπάσει τους κανόνες του ρομάντζου της εποχής. Ο έρωτας στο έργο της δεν είναι ούτε προβλέψιμος ούτε ασφαλής ούτε δεδομένος. Η ηρωίδα της θα αγωνιστεί πολύ προτού καταλήξει στο σωστό και το λάθος, ανακαλύψει την αλήθεια, την προσωπική της αλλά και του περιβάλλοντός της, δεχτεί και δώσει τη συγχώρεση και τελικά βρει την αγάπη. Η Τζέιν Έιρ, ένα πνεύμα ανήσυχο κι ανυπότακτο, αλλά και ντροπαλή κι ευάλωτη, δεν θα χάσει ούτε στιγμή την αξιοπρέπεια και το πάθος της, ακόμα και μπροστά στον αγαπημένο της, τον «κύριό της», όπως τον αποκαλεί.

Μετά την Τζέιν Έιρ, η συγγραφέας θα εκδώσει άλλα τρία μυθιστορήματα: Σίρλεϊ (1849), Βιλέτ (1853), Ο Καθηγητής (1857, ήταν το πρώτο μυθιστόρημα που έγραψε, αλλά δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό της). Είχε ξεκινήσει ένα ακόμα, με τον τίτλο Έμμα, ωστόσο δεν πρόλαβε να το προχωρήσει.

Η Σαρλότ πεθαίνει το 1855, σε ηλικία μόλις τριάντα εννιά ετών, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της, έπειτα από τον μάλλον συμβατικό, όμως ευτυχισμένο, γάμο της με τον Άρθουρ Μπελ Νίκολς, βοηθό του πατέρα της. Στην αρχή είχε απορρίψει την πρότασή του, όμως τελικά δέχτηκε ύστερα από προτροπές που προέρχονταν από τον κύκλο της. Όπως της είπαν, ο γάμος είναι ένα ξεκάθαρο καθήκον για κάθε γυναίκα, που την ωφελεί σε κάθε πτυχή της ζωής της.

Η Σαρλότ Μπροντέ, σε αντίθεση με την ηρωίδα της, θα ζήσει μια ζωή διχασμένη. Η Τζέιν Έιρ ζει έναν έρωτα παθιασμένο, που βρίσκει τελικά ανταπόκριση. Αντίθετα, η Σαρλότ Μπροντέ φαίνεται να προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε δυο ζωές. Κατ’ αρχάς εκείνη της υπάκουης κόρης του ιερέα, εργατικής και πειθαρχημένης, που ακολουθεί τους κανόνες και τα ήθη της εποχής της. Όμως συγχρόνως φαίνεται να ζει με τη φαντασία της (κι ίσως και με τις κρυφές πράξεις της) και μια ζωή εξαιρετικά ανατρεπτική, πληθωρική σε συναισθήματα και αισθήσεις, αντίθετη σε ό,τι επιβάλλει το φύλο και η τάξη της.

Επιστολή της Σαρλότ Μπροντέ
Επιστολή της Σαρλότ Μπροντέ προς την επιστήθια φίλη της Έλεν Νάσεϊ.

Όπως ακριβώς έγινε και με την Τζέιν Όστεν, όσοι σύγχρονοί της ασχολήθηκαν με τη βιογραφία της επιχείρησαν να παρουσιάσουν μια καθωσπρέπει εικόνα, η οποία να είναι απολύτως ταιριαστή με τις νόρμες της εποχής. Όσες λεπτομέρειες με την αποκάλυψή τους ίσως προκαλούσαν πόνο και στεναχώρια στα συγγενικά της πρόσωπα, λειάνθηκαν ή και παραλείφθηκαν ολοκληρωτικά.

Πολλά χρόνια μετά, οι Times του Λονδίνου αποκάλυψαν μια σειρά από γράμματα της Σαρλότ προς τον παντρεμένο Βέλγο δάσκαλο Constantin Héger. Αν και η ερμηνεία τους είναι πολύπλοκη, φαίνεται ότι αυτά τα γράμματα καταγράφουν τον παθιασμένο, κρυφό έρωτά της προς εκείνον και δημιουργούν ρωγμές στην «αγγελική» εικόνα (για τα μέτρα της εποχής) που ως τότε είχε πλαστεί για το πρόσωπό της.

Μπορεί η Σαρλότ να έζησε σε μια εποχή που οι γυναίκες κινούνταν μέσα σε ένα σαφώς προκαθορισμένο, πιεστικό πλαίσιο, όμως σίγουρα θα ήταν ευτυχισμένη αν γνώριζε ότι τα γραπτά της ακόμα κι έπειτα από σχεδόν δύο αιώνες εξακολουθούν να δίνουν δύναμη και να ανοίγουν δρόμους.

Όπως και το Περηφάνια και Προκατάληψη, η Τζέιν Έιρ δεν σταμάτησε ποτέ να εκτυπώνεται και μεταφέρθηκε ξανά και ξανά στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση και στο θέατρο, ενώ αποτέλεσε βάση για αμέτρητες ιστορίες και σενάρια. Έγινε ένα λογοτεχνικό φαινόμενο που καταφέρνει ακόμα και τον 21ο αιώνα να αποτελεί πηγή έμπνευσης τόσο για συγγραφείς όσο και για αναγνώστες
κάθε ηλικίας.

Από τις εκδόσεις μας επίσης μπορείτε να βρείτε το «Περηφάνια και Προκατάληψη» σε νέα μετάφραση της Ουρανίας Τουτουντζή.

περηφάνια και προκατάληψη νέα μετάφραση

Και εδώ η νέα μετάφραση της «Τζέιν Έιρ»:

τζέιν έιρ νέα μεταφράση

Αν σας άρεσε το άρθρο μας, μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

To use reCAPTCHA you must get an API key from https://www.google.com/recaptcha/admin/create