Ποιος φοβάται τα ρομαντικά βιβλία;

Γράφει η Sarah MacLean
«Λοιπόν, γράφεις ακόμα βιβλία με σεξ;» Δεν είναι το είδος της ερώτησης που περιμένεις σε μια κηδεία, ιδιαίτερα από έναν άντρα που σε γνωρίζει το μεγαλύτερο μέρος της ζωής σου. Αλλά να που αντήχησε στο νεκροταφείο σε μια καθαρή χειμωνιάτικη μέρα, αρκετά δυνατά για να εξασφαλίσει ότι οι μισοί από τους παρισταμένους άκουσαν αυτό που χωρίς αμφιβολία εκείνος πίστευε ότι ήταν ένα τρομερά μοναδικό, τρομερά αστείο ερώτημα. Μια ερώτηση που χωρίς αμφιβολία πίστευε ότι θα με έφερνε σε αμηχανία, και όχι επειδή την έθεσε όσο πιο δυνατά μπορούσε σε μια κηδεία.

«Γράφεις μυθιστορήματα πορνό;» Αυτό με εξέπληξε, ακούστηκε ενώ ήμουν καθισμένη σε μια αίθουσα συμβουλίων στο μέρος όπου σπούδασα, που θεωρείται ευρέως ως μια από τις πιο φεμινιστικές τοποθεσίες στον κόσμο. Η γυναίκα που προσλήφθηκε για να παρέχει επιμόρφωση σε θέματα ηγεσίας (έναντι αμοιβής, φαντάζομαι) δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί μόλις η επικεφαλής του συλλόγου αποφοίτων προσδιόρισε την καριέρα μου με ύφος που παρέπεμπε σε πικάντικο κουτσομπολιό: «Η Σάρα γράφει ροζ μυθιστορήματα». Το είπε με το ίδιο ύφος που θα έλεγε: «Η Σάρα διέλυσε τους Beatles».

«Πότε λες να γράψεις ένα κανονικό βιβλίο;» Κλασική ερώτηση. Ακούγεται σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, κοκτέιλ πάρτι, σε συναντήσεις με παλιούς συνεργάτες ή για ποτό με άλλους συγγραφείς, σε κουβέντες με άλλες μητέρες καθώς παίζουν τα παιδιά. Είναι σίγουρα η πιο άκακη από τις τρεις –κανένας δεν ρωτά με σκοπό να προσβάλει– αλλά εμπεριέχει ένα ύπουλο νόημα. Αυτά τα ερωτήματα και άλλα παρόμοια με έβαζαν πάντα σε θέση άμυνας. Θα ήθελα να επιχειρηματολογήσω για την αξία του είδους, για τη μακρόχρονη ιστορία του (το Περηφάνια και Προκατάληψη ήταν ένα ρομαντικό μυθιστόρημα, δεν το ξέρατε;), για την αξία των βιβλίων ως μέσου ψυχαγωγίας, για την επικοινωνία μεταξύ αναγνωστών και για την ιδέα ότι τα βιβλία είναι ισχυρά φεμινιστικά κείμενα – γραμμένα από γυναίκες για γυναίκες. Στον ρομαντισμό, τελικά, η ηρωίδα παίζει τον ρόλο του ήρωα. Και κερδίζει. Πάντα.

Δεν υπερασπίζομαι το είδος πλέον. Αντίθετα, δαγκώνω τη γλώσσα μου, γιατί είμαι πιο ευγενής από τους περισσότερους από αυτούς τους ανθρώπους και γιατί θα ήταν αγενές να πω αυτό που πραγματικά σκέφτομαι, δηλαδή: «Τι πρόβλημα έχεις με τις γυναίκες και το σεξ;». Στα χρόνια που πέρασαν από τότε που άρχισα να γράφω, συνειδητοποίησα ότι οι επικρίσεις που δέχονται οι αναγνώστες και οι συγγραφείς των ρομαντικών μυθιστορημάτων δεν είναι για τον τρόπο γραφής. Υπάρχουν σπουδαία αλλά και φριχτά ρομαντικά μυθιστορήματα, όπως ακριβώς υπάρχουν σπουδαία αλλά και φριχτά λογοτεχνικά έργα κάθε είδους. Νόμιζα ότι έφταιγε το γεγονός ότι το είδος προερχόταν και απευθυνόταν σε γυναίκες – και σίγουρα αυτό έχει παίξει κάποιο ρόλο. Αλλά ας είμαστε ειλικρινείς, ο ρομαντισμός δέχεται επικρίσεις εξαιτίας του σεξουαλικού κομματιού του.

Ζήτησα από τρεις συναδέλφους συγγραφείς ρομαντικών μυθιστορημάτων να μοιραστούν τις δικές τους εμπειρίες:

«Μα βέβαια», λέει η Sophie Jordan, συγγραφέας πολλών μπεστ σέλερ στη λίστα των New York Times, «εισπράττω σχόλια για το σεξ όλη την ώρα. Τι θέλουν να πω; Γράφω βιβλία για ανθρώπους που ερωτεύονται. Το σεξ είναι μέρος όλου αυτού. Όπως συμβαίνει στην πραγματική ζωή». Αλλά η κοινωνία μάς λέει ότι οι γυναίκες δεν πρέπει να σκέφτονται το σεξ, και πολύ περισσότερο να διαβάζουν γι’ αυτό. Οι αληθινές κυρίες πρέπει να νιώθουν ντροπή για την ερωτική επιθυμία. Για τη σεξουαλική ταυτότητα. Για τη σεξουαλική απόλαυση. Και κατ’ επέκταση πρέπει να νιώθουν ντροπή για οτιδήποτε προάγει τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Αυτό που έχω μάθει στα χρόνια που γράφω ρομαντικά μυθιστορήματα είναι το εξής: ο κόσμος τρομοκρατείται σε μεγάλο βαθμό από την ιδέα μιας γυναίκας που αποκτά δύναμη. Που την απελευθερώνει. Που κερδίζει με αυτή. Και δεν υπάρχει τίποτα ισχυρότερο από μια γυναίκα που αναγνωρίζει τη σεξουαλική ταυτότητά της. Μια γυναίκα που κάνει επιλογές οι οποίες δίνουν προτεραιότητα στην ικανοποίησή της. Μια γυναίκα που προβάλλεται ως σεξουαλικό ον.

«Αν λάβουμε υπόψη πόσο συχνά ακούμε ότι “τα βιβλία αυτά δημιουργούν στις γυναίκες μη ρεαλιστικές προσδοκίες”, είναι προφανές ότι μερικοί άνθρωποι δεν θέλουν οι γυναίκες να ονειρεύονται το ικανοποιητικό σεξ», λέει η συγγραφέας ρομαντικών μυθιστορημάτων Victoria Dahl. «Η “μη ρεαλιστική προσδοκία” φαίνεται ότι είναι ένας άντρας που φροντίζει ώστε η σύντροφός του να έχει οργασμό. Ίσως περισσότερους από έναν. Ίσως ακόμη και πριν από τον ίδιο.» Είναι προφανώς επικίνδυνο να βάλουμε αυτές τις ιδέες στο μυαλό μιας γυναίκας, γιατί τότε θα μπορούσε να απαιτήσει κάτι τέτοιο στη ζωή της», προσθέτει η Dahl. «Μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι ο ρεαλιστικός, σεξουαλικά εγωιστής σύντροφός της δεν είναι αρκετά καλός για αυτήν. Μπορεί να αποφασίσει ότι δικαιούται την απόλαυση στο σεξ». Αλλά μόλις οι γυναίκες αρχίσουν να σκέφτονται τη σεξουαλική ικανοποίηση, τα πράγματα γίνονται ιδιαίτερα τρομακτικά. Ξεκινά με τη σεξουαλική ισοτιμία και τελειώνει… πού; Τι θα θέλουν οι γυναίκες μετά την ισότητα στον οργασμό; Ίσες ευκαιρίες; Ίσους μισθούς; Ισότητα, τελεία και παύλα; (Απάντηση: Όλα τα παραπάνω.)

«Τα ρομαντικά μυθιστορήματα έχουν τη δύναμη να επικεντρώνονται στις γυναίκες και να τις παρουσιάζουν να πετυχαίνουν και να εκπληρώνουν όσα θέλουν», λέει η Alisha Rai, δημοφιλής συγγραφέας σύγχρονων ερωτικών μυθιστορημάτων. «Μπορούν να παρουσιάζουν τις γυναίκες να αποδέχονται τη σεξουαλικότητά τους χωρίς να τιμωρούνται ή να υποτιμώνται γι’ αυτό. Μπορούν να αποκαθιστούν τη γυναικεία σεξουαλικότητα. Γιορτάστε το. Αλλά», προειδοποιεί η Rai, «κάθε φορά που μια γυναίκα επικεντρώνεται σε κάτι, μπορεί να αποτελέσει απειλή». Το γνωρίζουμε ενστικτωδώς: η γυναίκα που προκαλεί τα βλέμματα των άλλων είναι εκείνη που είναι πιο πιθανόν να δεχτεί τα πυρά. Ως κορίτσια μαθαίνουμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να είμαστε αόρατες. Και αυτά τα κορίτσια μεγαλώνοντας γίνονται γυναίκες που είναι συχνά πρόθυμες να παραμείνουν αόρατες. Και γιατί όχι; Καταλαβαίνουμε πόσο εύκολα στιγματίζονται όσες ξεχωρίζουν.

Συνεχίζει η Sarah MacLean:

Η τωρινή σειρά ρομαντικών ιστορικών μυθιστορημάτων μου βασίζεται στο σύγχρονο κουτσομπολιό των διασημοτήτων. Ο κόσμος τείνει να πιστεύει ότι το κουτσομπολιό των διασημοτήτων είναι κάτι καινούριο – ότι το να είσαι διάσημος απλώς και μόνο για να είσαι διάσημος είναι ένα σύγχρονο κατασκεύασμα. Κι όμως δεν είναι. Το κουτσομπολιό ήταν μια κερδοφόρα επιχείρηση τον 19ο αιώνα. Το διαδίκτυο το υπηρετεί απλούστατα πιο γρήγορα απ’ ό,τι τα εβδομαδιαία έντυπα του Λονδίνου. Ολόκληρη η σειρά αφορά την αντίληψη και την πραγματικότητα, τη διεκδίκηση της ταυτότητας ενός ατόμου σε έναν κόσμο που φωνάζει για ομοιογένεια και ταύτιση. Στο τελευταίο βιβλίο μου, A Scot in the Dark, η ηρωίδα ποζάρει γυμνή για να τη ζωγραφίσουν. Με περηφάνια. Χωρίς ντροπή. Και όταν αυτό αποκαλύπτεται, αναπόφευκτα ντροπιάζεται. Ξεπέφτει. Η υπόληψή της καταστρέφεται. Δεν είναι πλέον παρθένα και αυτό την καθιστά λιγότερο αξιόλογη. Και εκείνη δεν νοιάζεται, γεγονός που εξοργίζει τον κόσμο γύρω της.

Σχεδίαζα αυτό το βιβλίο όταν κάποιος υπέκλεψε προσωπικές φωτογραφίες από τα τηλέφωνα της Jennifer Lawrence (και άλλων) και τις δημοσίευσε. Και καθώς έγραφα και το επεξεργαζόμουν και σκεφτόμουν το βιβλίο και το μήνυμά του, επανερχόμουν ξανά και ξανά στο γεγονός ότι όσο περισσότερο τα πράγματα αλλάζουν, τόσο περισσότερο παραμένουν ίδια. Διαφωνούμε με την ιδέα ότι οι γυναίκες υπάρχουν ως μοναδικά, ξεχωριστά όντα. Ότι το σώμα τους τους ανήκει. Ότι η ικανοποίησή τους τους ανήκει. Το ίδιο και η επιθυμία τους, η ευχαρίστησή τους, ο εαυτός τους. Όταν παραβιάζονται τα τηλέφωνα και δημοσιεύονται φωτογραφίες, η κοινωνία κατηγορεί τις γυναίκες πρώτα απ’ όλα για τη λήψη τους. Γιατί τις κατέχουν. Γιατί τις μοιράστηκαν. Γιατί τίμησαν τον εαυτό τους και τη σεξουαλικότητά τους. Και όταν οι γυναίκες είναι τολμηρές και γενναίες και (αλίμονο!) υπερήφανες για το σώμα τους – αρκετά υπερήφανες ώστε να βγάλουν μια γυμνή φωτογραφία και να τη μοιραστούν ιδιαιτέρως με τον σύντροφό τους ή να την ανεβάσουν στο Instagram ή να τη βάλουν στο εξώφυλλο ενός περιοδικού ή να «ταρακουνήσουν» το διαδίκτυο, η κοινωνία την κατακρίνει. Της λέει ότι είναι υπερβολικά υπερήφανη. Υπερβολικά τολμηρή. Υπερβολικά σεξουαλική. Υπερβολικά πρόστυχη. Κακολογείται για τη σεξουαλικότητά της. Για τη θετική στάση της προς αυτήν. Για την ικανοποίησή της. Για τη δύναμη που συνεπάγεται αυτό. Και όλα τούτα πριν καν συζητήσουμε πόσο ανθρώπινο είναι αυτό – υπάρχει τελικά κάτι περισσότερο ανθρώπινο από το σεξ; Αυτό από το οποίο προήλθαμε όλοι;

Στα καλύτερά τους, τα ρομαντικά βιβλία προσφέρουν στις γυναίκες έναν ασφαλή χώρο για να εξερευνήσουν το σεξ, την επιθυμία και την ευχαρίστηση, την ικανοποίηση και την εκπλήρωση. Και μαζί με αυτόν τον χώρο, προσφέρουν την ξεκάθαρη γνώση ότι οι γυναίκες είναι οι ηρωίδες της ιστορίας τους. Ότι μπορούν να θριαμβεύσουν με κάθε τρόπο. Έλαβα κάποτε μια επιστολή από μια γυναίκα που δεν είχε ποτέ οργασμό με τον σύντροφό της… μέχρι που εκείνος ζήτησε να διαβάσει ένα από τα βιβλία μου. Δεν ντρεπόταν να μου το πει αυτό. Ήταν υπερήφανη. Και το ίδιο υπερήφανη είμαι κι εγώ.

Sarah MacLean είναι φανατική υπέρμαχος της ρομαντικής λογοτεχνίας και αρθρογραφεί για αυτό το είδος κάθε μήνα στην Washington Post. Τα βιβλία της έχουν μπει στη λίστα μπεστ σέλερ των New York Times και έχει βραβευτεί με το RITA Award, το σπουδαιότερο βραβείο ρομαντικής λογοτεχνίας. Ζει στην Νέα Υόρκη με τον άντρα της και την κόρη τους. Αν θέλετε, βρείτε την πολύ ενδιαφέρουσα σελίδα της στο Facebook.

Αν σας άρεσε το άρθρο μας, μοιραστείτε το!

One Comment

  1. Pingback: Μερικές σκέψεις για το μέλλον - Elxis Blog

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

To use reCAPTCHA you must get an API key from https://www.google.com/recaptcha/admin/create