Ανεμοδαρμένα Ύψη: Ένα κλασικό έργο με αμφιλεγόμενες κριτικές

Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη, τα οποία συγκαταλέγονται πλέον στα κλασικά μυθιστορήματα της αγγλικής λογοτεχνίας, εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1847 και η συγγραφέας υπέγραφε με το ψευδώνυμο Έλις Μπελ.

Ορισμένες κριτικές εξακολουθούν να διίστανται, για τις αμφιλεγόμενες απεικονίσεις της ψυχικής και σωματικής σκληρότητας, το ανήθικο πάθος και τις θρησκευτικές και κοινωνικές αξίες.

Η Έμιλι Μπροντέ, η δεύτερη νεότερη από τις διάσημες αδερφές Μπροντέ –οι άλλες δύο ήταν η Αν και η Σαρλότ–, γεννιέται στις 30 Ιουλίου το 1818 στο Θόρντον του Γιορκσάιρ, στην κεντρική Αγγλία. Κόρη του Ιρλανδού ιερέα Πάτρικ Μπροντέ και της Μαρία Μπράνγουελ, η Έμιλι ήταν το πέμπτο από τα έξι παιδιά της οικογένειας – το τελευταίο παιδί του ζευγαριού ήταν η Αν, η οποία γεννήθηκε το 1820. Λίγο αργότερα, η οικογένεια θα μετακομίσει στο Χάουορθ, όπου τα παιδιά θα έχουν την ευκαιρία να αναπτύξουν το λογοτεχνικό ταλέντο τους.

Στην ηλικία των τριών ετών, η Έμιλι χάνει τη μητέρα της από καρκίνο στις 15 Σεπτεμβρίου το 1821. Ύστερα από τον θάνατο της Μαρία, την κηδεμονία των παιδιών αναλαμβάνει προσωρινά η θεία τους, αφού ο πατέρας τους αδυνατεί να ασχοληθεί με την ανατροφή τους.

Το μοναδικό, αδιαμφισβήτητο πορτρέτο της Έμιλι, από έναν πίνακα που ζωγράφισε ο αδελφός τους, Μπράνγουελ, το 1834.

Οι τρεις αδελφές της Έμιλι, Μαρία, Ελίζαμπεθ και Σαρλότ, στάλθηκαν εσώκλειστες στο εκκλησιαστικό σχολείο του Λανκασάιρ. Σε ηλικία έξι ετών, το 1824, η Έμιλι ακολούθησε τις αδελφές της στο σχολείο, ωστόσο για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Τα παιδιά στο σχολείο υπέστησαν κακοποίηση και στερήσεις, για τις οποίες θα μιλή- σει αργότερα η Σαρλότ στο έργο της Τζέιν Έιρ. Μια επιδημία τύφου θα χτυπήσει το σχολείο και θα έχει ως αποτέλεσμα να αρρωστήσουν βαριά η Μαρία και η Ελίζαμπεθ. Η Μαρία, η οποία μπορεί στην πραγματικότητα να είχε φυματίωση, στάλθηκε σπίτι της, όπου και πέθανε, και λίγο αργό- τερα έφυγε από τη ζωή και η Ελίζαμπεθ.

Η απώλεια είχε χτυπήσει την πόρτα της οικογένειάς τους από νωρίς.

Μετά τον θάνατο των κοριτσιών, η Σαρλότ μαζί με την Έμιλι απομακρύνθηκαν από το σχολείο. Η Σαρλότ θα χρησιμοποιούσε αργότερα τις εμπειρίες της και τη γνώση της από το σχολείο ως βάση για το ίδρυμα Λόγουντ στην Τζέιν Έιρ.

Η Έμιλι ήταν ένα κορίτσι συνεσταλμένο και πολύ δεμένο με την οικογένειά του. Λάτρευε τα ζώα και έπιανε φιλίες με τα αδέσποτα σκυλιά. Παρά την έλλειψη εκπαίδευσης, όπως και τα υπόλοιπα αδέρφια της, είχε πρόσβαση σε ένα ευρύ φάσμα δημοσιευμένου υλικού, συμπεριλαμβανομένων των έργων του Σερ Γουόλτερ Σκοτ, Μπάιρον, του Σέλεϊ και του Blackwood’s Magazine.

Το γράψιμο ξεκίνησε ως παιχνίδι ανάμεσα στα αδέρφια και εξελίχθηκε σε πάθος. Σε μικροσκοπικές σελίδες έφτιαχναν μικροσκοπικά παραμύθια για μυθικά βασίλεια, τα οποία έκλειναν μέσα σε σπιρτόκουτα και τα έδεναν με κλωστές. Όσο μεγάλωναν, η φαντασία τους ωρίμαζε, τροφοδοτούμενη και από τα πολλά περιοδικά στα οποία ήταν συνδρομητής ο πατέρας τους.

Όταν η Έμιλι ήταν σε ηλικία δεκατριών ετών, μαζί με την αδερφή της Αν ξεκίνησαν να γράφουν για το Γκόνταλ, ένα φανταστικό νησί, του οποίου οι διάφοροι μύθοι και θρύλοι θα απασχολήσουν τις δύο αδερφές καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους.

Ποιήματα της Έμιλυ στο Gondal

Στα δεκαεφτά της η Έμιλι ξεκίνησε να πηγαίνει στο σχολείο θηλέων Ρόου Χεντ, όπου η Σαρλότ ήταν δασκάλα. Ωστόσο, καθώς νοσταλγούσε την πατρίδα της, έφυγε λίγους μήνες αργότερα.

Η Σαρλότ θα γράψει για την Έμιλι ότι η λογοτεχνία ήταν η αναπνοή της, χωρίς εκείνη διαλυόταν. H Έμιλι επιστρέφει στο σπίτι με την Αν να παίρνει τη θέση της, ενώ κοινός στόχος των κοριτσιών είναι να ανοίξουν ένα δικό τους μικρό σχολείο.

Σε ηλικία είκοσι ετών, θα εργαστεί ως δασκάλα στο σχολείο Λόου Χιλ του Χάλιφαξ. Ωστόσο, η εύθραυστη υγεία της από την πίεση της δεκαεπτάω­ρης καθημερινής εργασίας δεν της επιτρέπει να συνεχίσει και παραμένει στο σπίτι με κύρια ασχολία της τις δουλειές του σπιτιού.

Αλλά όχι μόνο. Διδάχτηκε γερμανικά μέσα από τα βιβλία και έκανε πρακτική εξάσκηση στο πιάνο. Το 1842 θα ταξιδέψει μαζί με την αδελφή της Σαρλότ στις Βρυξέλλες για να συνεχίσουν την εκπαίδευσή τους. Τελειοποιούν τη μελέτη της γερμανικής γλώσσας, ενώ μαθαίνουν γαλλικά και πιάνο. Δύο χρόνια αργότερα, το 1844, οι σπουδές τους σταματούν απότομα, με τον θάνατο της θείας τους, και επιστρέφουν στην Αγγλία. Η Σαρλότ ήταν γενικά ευχαριστημένη στις Βρυξέλλες, όμως η Έμιλι νοσταλγούσε το σπίτι και τον αέρα του κάμπου. Η Ελίζαμπεθ Μπράνγουελ άφησε στις ανιψιές της ένα χρηματικό ποσό που έφερε κάποια οικονομική άνεση. Οι αδελφές Μπροντέ προσπάθησαν να ανοίξουν σχολείο στο σπίτι τους, αλλά δεν μπορούσαν να προσελκύσουν μαθητές σ’ αυτή την απομακρυσμένη περιοχή.

Οι αδερφές Μπροντέ (Αν, Έμιλι και Σαρλότ) σε πίνακα που ζωγράφισε το 1834 ο αδερφός τους, Μπράνγουελ

Το φθινόπωρο του 1845, η Σαρλότ θα ανακαλύψει τα σημειωματάρια της νεότερης αδελφής της Έμιλι και θα επιμείνει να δημοσιευτούν. Η Έμιλι, εξαγριωμένη με την παραβίαση στην ιδιωτική της ζωή, αρνείται, μέχρι που η Αν αποκάλυψε πως κι εκείνη έγραφε ποιήματα στα κρυφά.

Ήταν περίπου την εποχή που η Έμιλι έγραψε ένα από τα πιο δημοφιλή της ποιήματα, το «No coward soul is mine», ως απάντηση πιθανώς στην παραβίαση της προσωπικής της ζωής. Και, ασφαλώς, δεν ήταν το τελευταίο της ποίημα.

Το 1846, τα ποιήματα των αδελφών δημοσιεύ­ θηκαν σε έναν τόμο ως Ποιήματα των Κάρερ, Έλις και Άκτον Μπελ. Αυτά ήταν τα ψευδώνυμα των τριών αδελφών, διατηρώντας τα αρχικά τους (Charlotte ως Currer, Emily ως Ellis και Anne ως Acton).

Η Σαρλότ έγραψε στο «Βιογραφικό Σημείωμα των Έλις και Άκτον Μπελ» ότι η διφορούμενη επι- λογή τους υπαγορεύτηκε από ένα είδος συνειδη- σιακού ενδοιασμού στο να υιοθετήσουν αρσενικά χριστιανικά ονόματα, ενώ οι ίδιες δεν ήθελαν να φανερώσουν ότι είναι γυναίκες, γιατί είχαν μια αόριστη εντύπωση ότι οι γυναίκες συγγραφείς αντιμετωπίζονταν με προκατάληψη. Στη συλλογή αυτή, η Έμιλι συμμετείχε με 21 ποιήματα, όσα και η Αν, ενώ η Σαρλότ συμμετείχε με 20. Αν και αρκετούς μήνες μετά την έκδοση είχαν πουληθεί μόνο δύο αντίτυπα, οι αδελφές Μπροντέ δεν αποθαρρύνθηκαν, καθώς οι κριτικές που απέσπασαν από τα λογοτεχνικά περιοδικά ήταν θετικές.

Το μοναδικό δείγμα από τις τρεις υπογραφές των αδελφών ως Currer, Ellis Και Acton Bell

H Έμιλι Μπροντέ αποτελεί μια μυστηριώδη φυσιογνωμία για τους βιογράφους, καθώς υπάρχουν περιορισμένες πληροφορίες για εκείνη λόγω και της μοναχικής της φύσης. Η καλύτερή της φίλη ήταν η αδερφή της Αν. Στην παιδική τους ηλικία ήταν σαν δίδυμες, αχώριστες και πάντα ενωμένες. Πάντα εκεί η μία για την άλλη.

Η μορφή της Έμιλι Μπροντέ έχει περιβληθεί με μύθους και η κριτική έχει κάνει σύγχυση του χαρακτήρα της με τα πρόσωπα που δημιούργησε στο μυθιστόρημά της. Έτσι δεν υπάρχει μία απολύτως σαφής εικόνα της ζωής της, εκτός απ’ όσα έγραψε γι’ αυτή η αδελφή της Σαρλότ.

Η Έμιλι ήταν λεπτή στην εμφάνιση, αλλά σπάνια αρρώσταινε. Η ωχρή και ντελικάτη όψη της φαινόταν εύθραυστη και συχνά η άκομψη σιλουέτα της, εν μέρει αποτέλεσμα αμέλειας στο ντύσιμό της, την έκανε να φαίνεται περίεργη. Συνήθιζε να μπαίνει σ’ ένα δωμάτιο, ακόμα κι αν υπήρχαν επισκέπτες, με κατεβασμένα τα μάτια, να παίρνει το βιβλίο που χρειαζόταν και να φεύγει χωρίς να ρίξει ούτε ματιά.

Τα ποιήματα της Έμιλι ρίχνουν αρκετό φως στη σκέψη και στον χαρακτήρα της. Από αυτά είναι εμφανή η στωικότητά της και το πάθος της για τον κάμπο, που αποτελούσε καθαρή φυσιολατρία. Φυσιολάτρης, αντικοινωνική και συνεσταλμένη είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά που της προσδίδουν οι περισσότεροι.

Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη της Έμιλι Μπροντέ κυκλοφόρησαν για πρώτη φορά στο Λονδίνο το 1847 με το ψευδώνυμο Έλις Μπελ. Η πραγματική της ταυτότητα αποκαλύφθηκε μετά το 1850, όταν η Σαρλότ τα εξέδωσε ως αυτόνομο μυθιστόρημα και με το πραγματικό όνομα της αδελφής της.

Το εξώφυλλο από την πρώτη έκδοση του μυθιστορήματος «Ανεμοδαρμένα Ύψη»

Το ανήθικο –όπως χαρακτηρίστηκε από πολλούς– πάθος, η βία και η σκληρότητα στα Ανεμοδαρμένα Ύψη οδήγησαν εσφαλμένα πολλούς κριτικούς και αναγνώστες στο συμπέρασμα ότι ο συγγραφέας του βιβλίου ήταν άντρας.

Η Έμιλι δεν γνώρισε ποτέ τη φήμη που έλαβε με το μοναδικό της μυθιστόρημα, καθώς έναν χρόνο μετά την κυκλοφορία του, σε ηλικία τριάντα ετών, έφυγε από τη ζωή.

Παρόλο που μια επιστολή από τον εκδότη της δείχνει ότι η Έμιλι είχε αρχίσει να γράφει ένα δεύτερο μυθιστόρημα, το χειρόγραφο δεν βρέθηκε ποτέ. Ίσως η Έμιλι ή ένα μέλος της οικογένειάς της τελικά κατέστρεψε το χειρόγραφο, αν αυτό υπήρξε, καθώς δεν μπορούσε να το ολοκληρώσει λόγω της ασθένειάς της.

Η υγεία της Έμιλι πιθανότατα εξασθένισε από το σκληρό κλίμα της περιοχής και από τις ανθυγιεινές συνθήκες. Η Έμιλι θα έρθει αντιμέτωπη με ένα σοβαρό κρυολόγημα, το οποίο γρήγορα θα εξελιχθεί σε πνευμονία και θα οδηγήσει σε φυματίωση. Αρνιόταν οποιαδήποτε θεραπεία και βοήθεια, ενώ βυθιζόταν ολοένα και πιο πολύ στη σιωπή της. Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι στις 19 Δεκεμβρίου κάθισε δίπλα από τη φωτιά για να χτενίσει τα μακριά μαλλιά της. Η χτένα γλίστρησε από το χέρι της στις φλόγες και δεν είχε τη δύναμη να την πιάσει. Κατέβηκε στο σαλόνι και, καθισμένη στον καναπέ, άφησε την τελευταία της πνοή.

Τα Ανεμοδαρμένα Ύψη συμπεριλαμβάνονται στα κορυφαία έργα της βρετανικής λογοτεχνίας, ενώ έχουν μεταφερθεί στον κινηματογράφο και στις θεατρικές αίθουσες.

Έχω ονειρευτεί στη ζωή μου όνειρα που έχουν μείνει μόνιμα μαζί μου, αλλάζοντας τις ιδέες μου.

Έχουν περάσει και από μέσα μου, όπως το κρασί μέσα στο νερό, και έχουν αλλάξει το χρώμα

του μυαλού μου.

 

Τα Κλασικά που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις μας: 

Ανεμοδαρμένα Ύψη

Ανεμοδαρμένα ύψη

 

Λογική και ευαισθησία

λογική και ευαισθησία

 

Περηφάνια και Προκατάληψη

Περηφάνια και προκατάληψη

 

 

Τζέιν Έιρ

Τζέιν Έιρ

Αν σας άρεσε το άρθρο μας, μοιραστείτε το!

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνσή σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

To use reCAPTCHA you must get an API key from https://www.google.com/recaptcha/admin/create